- σκασιματιά
- η, Ν1. άνοιγμα σε μήκος τής επιφάνειας στερεού σώματος, σκάσιμο, ράγισμα2. σχισμάδα, χαραμάδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκάσιμο, -ατος + κατάλ. -ιά (πρβλ. λαβωματ-ιά, σταλαγματ-ιά)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκασιματιά — η ράγισμα, σκισμάδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ραγάδα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 630 μ.), στην πρώην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Φιλλύρας. * * * η / ῥαγάς, άδος, ΝΜΑ 1. ρωγμή, μικρή σχισμή, ράγισμα, χαραματιά, χαραμάδα, σκασιματιά 2. ιατρ. γραμμοειδής σχισμή τού… … Dictionary of Greek
σκάσιμο — το, Ν 1. άνοιγμα σε μήκος τής επιφάνειας στερεού σώματος, σχισμή, ρωγμή, σκασιματιά (α. «το σκάσιμο τού τοίχου» β. «το σκάσιμο τού εδάφους από τη ζέστη και την ξηρασία» γ. «το σκάσιμο τού δέρματος από το κρύο και τον αέρα») 2. ρήξη, διάρρηξη τής… … Dictionary of Greek